καρκινικός

καρκινικός
-ή, -ο
1. ιατρ. αυτός που ανήκει στον καρκίνο ή σχετίζεται με τον καρκίνο («καρκινικά κύτταρα»)
2. φρ. φιλολ. «καρκινικός στίχος» — στίχος ο οποίος μπορεί να διαβαστεί είτε κανονικά είτε από το τέλος προς την αρχή διατηρώντας το ίδιο νόημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρκινικός (στίχος) — καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευροβλάστωμα — Καρκινικός όγκος που ξεκινά συνήθως από τα επινεφρίδια. Είναι περισσότερο συνηθισμένος σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των 4 χρόνων. * * * το ιατρ. εμβρυϊκός κακοήθης όγκος τού συμπαθητικού νευρικού συστήματος …   Dictionary of Greek

  • μυελοβλάστωμα — Καρκινικός όγκος του εγκεφάλου, που συνήθως αναπτύσσεται στο πίσω μέρος του και είναι πολύ συνηθισμένος στα παιδιά …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο …   Dictionary of Greek

  • μύξωμα — Μη καρκινικός, σαν ζελές, όγκος. Παρουσιάζεται συνήθως κάτω από το δέρμα και μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος. * * * το ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος τού συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοβλάστωμα — Πολύ σπάνιος και βραδείας ανάπτυξης μη καρκινικός όγκος του εγκεφάλου, που αποτελείται από κύτταρα αιμοφόρων αγγείων …   Dictionary of Greek

  • ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της …   Dictionary of Greek

  • λίπος ή λιπώδης ιστός — Ένας από τους ιστούς που συνιστούν τον οργανισμό. Διαμοιράζεται στον υποδόριο ιστό και συσσωρεύεται κυρίως σε ορισμένες περιοχές του σώματος, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την ατομική κατασκευή, ενώ απουσιάζει από άλλες. Συμβάλλει αισθητά… …   Dictionary of Greek

  • νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”